ποικίλλουσ'

ποικίλλουσ'
ποικίλλουσα , ποικίλλω
work in various colours
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
ποικίλλουσι , ποικίλλω
work in various colours
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
ποικίλλουσι , ποικίλλω
work in various colours
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
ποικίλλουσαι , ποικίλλω
work in various colours
pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποικίλλω — ΝΜΑ [ποικίλος] 1. καθιστώ κάτι ποικίλο, τό διακοσμώ με διάφορα κεντητά, υφασμένα ή ζωγραφισμένα χρώματα («πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ ἀνθαιρόκοισι πήναις», Ευρ.) 2. δίνω διαφορετική μορφή σε κάτι, τό αλλάζω και, κυρίως, τό απαλλάσσω από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”